Banner Psifiakos Metasx 1
logo text

Απάντηση Quiz No. 34

Η εισαγωγή ενός νέου φαρμάκου στην αγορά είναι μια χρονοβόρα και περίπλοκη διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει την κατανάλωση πολλών πόρων. Επομένως, η ανακάλυψη νέων χρήσεων για παλαιά φάρμακα – επαναχρησιμοποίηση φαρμάκων – ωφελεί τους ασθενείς παρέχοντάς τους φάρμακα με εμπειρία χρόνων. Με τις εξελίξεις στην θεραπεία με ινσουλίνη να συνεχίζονται, αξίζει να ενημερώνονται οι επαγγελματίες υγείας για τις τάσεις στην χρήση αυτού του ισχυρού παράγοντα μείωσης της γλυκόζης.

Κατά τη μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας, οι μη-διαβητολογικές χρήσεις της ινσουλίνης περιλαμβάνουν τις ακόλουθες ενδείξεις: επούλωση τραυμάτων, παρεντερική διατροφή, αντιγήρανση, ανοικοδόμηση μυϊκού ιστού, καρδιοπροστασία σε οξέα στεφανιαία σύνδρομα, δοκιμές ανοχής στην ινσουλίνη για τον έλεγχο της λειτουργίας του άξονα υποθάλαμο-υπόφυσης-επινεφριδίων (ΥΥΕ), στην καλλιέργεια κυττάρων, στην θεραπεία του καρκίνου, στην διατήρηση οργάνων προς μεταμόσχευση και στην διαχείριση του σηπτικού shock, στις υπερδοσολογίες/δηλητηριάσεις από τους β-αποκλειστές και τους αναστολείς των διαύλων ασβεστίου και σε άλλες κρίσιμες ασθένειες σε μονάδες εντατικής θεραπείας.

Είναι γνωστό ότι ο άξονας ΥΥΕ αποτελεί ένα σημαντικό μέρος του νευροενδοκρινικού συστήματος, που ελέγχει τις αντιδράσεις στο στρες και ρυθμίζει πολλές από τις ενδοκρινείς διεργασίες του ανθρώπινου σώματος. Η βασική λειτουργία του άξονα είναι να επιτρέψει την επαρκή απελευθέρωση κορτιζόλης κάτω από εντός ορίων καταστάσεις στρες. Η παραγόμενη κορτιζόλη στο φλοιό των επινεφριδίων έχει αρνητική ανατροφοδότηση (feedback) για αναστολή τόσο του υποθαλάμου όσο και της υπόφυσης. Η δοκιμή ανοχής στην ινσουλίνη είναι η πλέον αποδεκτή για την αξιολόγηση τόσο του άξονα ΥΥΕ όσο και του άξονα των ορμονών GH-IGF-1 (στ). Η αρχή της δοκιμής είναι ότι η υπογλυκαιμία προκαλεί έντονο στρες, το οποίο διεγείρει τον άξονα ΥΥΕ στο μέγιστο δυνατό βαθμό και απελευθερώνει την αδρενοκορτικοτρόπο ορμόνη (ACTH) και την GH. Έτσι, μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς που χρειάζονται θεραπεία υποκατάστασης με αυξητική ορμόνη. Το τεστ δεν μπορεί να ερμηνευθεί εκτός εάν υπάρχει επαρκής υπογλυκαιμία (ταχυκαρδία και εφίδρωση με γλυκόζη αίματος <40 mg/dL). Ασθενείς με ανεπαρκείς αποκρίσεις κορτιζόλης, δηλ. <550 αλλά >400 nmol/L μπορεί μόνο να χρειάζονται κάλυψη με στεροειδή για σοβαρές ασθένειες/τραυματισμούς ή στρες. Στο σύνδρομο του Cushing, θα υπάρξει αύξηση >170 nmol/L από τις διακυμάνσεις των βασικών επιπέδων κορτιζόλης. Σοβαρή ανεπάρκεια GH ορίζεται ως η μέγιστη αιχμή GH χαμηλότερη από τα 3 μg/L στην δοκιμασία αυτή. Άλλες εναλλακτικές δοκιμές για τον έλεγχο του άξονα ΥΥΕ περιλαμβάνουν την δοκιμή διέγερσης με χαμηλή δόση ACTH, την δοκιμασία διέγερσης της κορτικοτροπίνης (CRH), το τεστ μετυραπόνης και την δοκιμή διέγερσης με γλυκαγόνη. Το τεστ ανοχής στην ινσουλίνη χρησιμοποιείται επίσης για τη διαφοροποίηση του συνδρόμου Cushing από το σύνδρομο ψευδο-Cushing που σχετίζεται με την κατάθλιψη και τον χρόνιο αλκοολισμό. Η νόσος του Cushing προκαλείται από αδένωμα της υπόφυσης το οποίο παράγει την ορμόνη ACTH. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για καλοήθεις όγκους. Οι ασθενείς με νόσο Cushing είναι το σημαντικότερο υποσύνολο των ασθενών που πάσχουν από το λεγόμενο σύνδρομο ή κλινικό φαινότυπο Cushing. Το σύνδρομο Cushing χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα των ασθενών και μπορεί να οφείλεται είτε σε όγκο της υπόφυσης είτε των επινεφριδίων ή όγκων που εμφανίζονται σε άλλα σημεία του σώματος (όγκοι με έκτοπη παραγωγή ACTH) ή στο εξωγενές Cushing σε χρόνια χορήγηση στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων. Το 70% των ασθενών που εμφανίζουν σύνδρομο Cushing πάσχουν από όγκο της υπόφυσης. Το πρώτο βήμα για την διαφοροδιάγνωση του συνδρόμου Cushing είναι η επιβεβαίωση της αυξημένης έκκρισης κορτιζόλης με μέτρηση της ελεύθερης κορτιζόλης μετά από 24ωρη συλλογή ούρων, της αυξημένης μεσονύχτιας κορτιζόλης ορού (φυσιολογικά η παραγωγή της κορτιζόλης αναστέλλεται τις μεσονύκτιες ώρες, αλλά στο σύνδρομο Cushing αυτό δεν συμβαίνει) ή της αυξημένης μεταμεσονύχτιας κορτιζόλης σιέλου/ορού ή/και με την δοκιμασία καταστολής με δεξαμεθαζόνη. Εάν τα επίπεδα ACTH του αίματος είναι υψηλά ή φυσιολογικά, τότε η πηγή είναι είτε ένα αδένωμα της υπόφυσης που εκκρίνει ACTH ή ένας όγκος ο οποίος παράγει έκτοπη ACTH (απάντηση δ σωστή). Η δοκιμασία καταστολής με δεξαμεθαζόνη ή η βιοψία από τους λιθοειδείς κόλπους του κρανίου μπορεί να διαχωρίσει την έκτοπη παραγωγή ACTH από την παραγωγή ACTH από την υπόφυση (Νόσος Cushing). Η λήψη δείγματος από τον λιθοειδή κόλπο δεν θα πρέπει ποτέ να γίνεται πριν επιβεβαιωθεί η διάγνωση του συνδρόμου Cushing αλλά είναι πολύ χρήσιμο προ εγχειρητικό κριτήριο για το ακριβή προσδιορισμό της εντόπισης του αδενώματος εντός του τουρκικού εφιππίου.

Οι φαρμακευτικές δηλητηριάσεις (β) από β-αποκλειστές και αναστολείς των διαύλων του ασβεστίου (λόγω ακούσιας λήψης ή με σκοπό την αυτοκτονία, εξαιτίας θεραπευτικών σφαλμάτων ή φαρμακευτικών αλληλεπιδράσεων) μπορεί να σχετίζονται με σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα. Γενικοί στόχοι της θεραπείας αυτής στοχεύει στη βελτίωση του ινο/χρονο-τροπισμού.

Το τσίμπημα εξωτικών ειδών σκορπιού (ε) οδηγεί σε έντονη «ορμονική καταιγίδα» του αυτόνομου νευρικού συστήματος με μαζική απελευθέρωση κατεχολαμινών, αυξημένη παραγωγή αγγειοτενσίνης II και αναστολή της έκκρισης της ινσουλίνης. Αυτές οι ορμονικές μεταβολές θα μπορούσαν να είναι υπεύθυνες για την παθογένεση μιας ποικιλίας κλινικών εκδηλώσεων. Υπό αυτές τις συνθήκες, το τσίμπημα του σκορπιού οδηγεί ουσιαστικά σε μεταβολικό σύνδρομο ελλειμμάτων ενέργειας, με αδυναμία χρήσης των υφιστάμενων μεταβολικών υποστρωμάτων από τα ζωτικά όργανα προκαλώντας πολυοργανική ανεπάρκεια και θάνατο. Με βάση τα πειράματα στα ζώα, στα οποία η χορήγηση ινσουλίνης αντέστρεψε τις μεταβολικές και τις ΗΚΓ αλλαγές που προκαλούνται από το τσίμπημα του σκορπιού και την θεραπεία των δηλητηριασμένων από σκορπιό θυμάτων με ινσουλίνη, θεωρείται ότι η ορμόνη αυτή έχει πρωταρχικό μεταβολικό ρόλο στην πρόληψη και στην αναστροφή των καρδιαγγειακών, αιμοδυναμικών και νευρολογικών εκδηλώσεων και του πνευμονικού οιδήματος.

Η υπερκαλιαιμία (α) είναι ένα δυνητικά απειλητικό για τη ζωή μεταβολικό νόσημα που προκαλείται από την αδυναμία των νεφρών να αποβάλλουν κάλιο, τη βλάβη των μηχανισμών που μεταφέρουν το κάλιο από την κυκλοφορία στα κύτταρα ή ένας συνδυασμός από αυτούς τους παράγοντες. Τα οξέα επεισόδια υπερκαλιαιμίας συνήθως προκαλούνται από την εισαγωγή ενός φαρμάκου που επηρεάζει την ομοιόσταση του καλίου. Ασθένεια ή αφυδάτωση μπορούν επίσης να την προκαλέσουν. Σε ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια, η υπερκαλιαιμία μπορεί να προκληθεί από το σύνδρομο του υπορενιναιμικού υποαλδοστερονισμού. Η επείγουσα θεραπεία της υπερκαλιαιμίας περιλαμβάνει την σταθεροποίηση του μυοκαρδίου για την προστασία του από αρρυθμίες και την μετατόπιση του καλίου από τον αγγειακό χώρο στα κύτταρα. Αφού μειωθεί το επίπεδο καλίου στον ορό σε ασφαλή επίπεδα, η θεραπεία επικεντρώνεται έπειτα στην μείωση του συνολικού καλίου του σώματος. Σε ασθενείς που δεν απαιτούν επείγουσα θεραπεία, η μείωση του συνολικού καλίου του σώματος μπορεί να είναι το μόνο απαραίτητο βήμα. Χορηγείται επίσης ενδοφλεβίως ασβέστιο για τη σταθεροποίηση του μυοκαρδίου, μειώνοντας το δυναμικό ηρεμίας, επομένως αντισταθμίζοντας την τοξική επίδραση του υψηλού καλίου. Το ασβέστιο δεν έχει καμία επίδραση στο επίπεδο του καλίου του ορού. Η βελτίωση των αλλαγών του ΗΚΓ θα πρέπει να είναι ορατή εντός δύο έως τριών λεπτών από τη χορήγηση του ασβεστίου. Η μετατόπιση του καλίου ενδοκυτταρικά γίνεται με χρήση ινσουλίνης ή β2-αγωνιστή. Η κρυσταλλική ινσουλίνη συνήθως χορηγείται ως 10 μονάδες ενδοφλεβίως με 50 ml  διαλύματος γλυκόζης 50% για την αντιμετώπιση της υπογλυκαιμίας. Επαναλαμβανόμενες δόσεις μπορούν να χορηγηθούν εάν τα επίπεδα του καλίου παραμένουν αυξημένα. Οι εισπνεόμενοι β2-αγωνιστές έχουν ταχεία έναρξη δράσης. Η δράση είναι προσθετική σε εκείνη της χορήγησης της ινσουλίνης και μπορούν να ληφθούν μαζί. Η νεφελοποιημένη σαλβουταμόλη λαμβάνεται σε δόση 10 έως 20 mg.

Η παγκρεατίτιδα που προκαλείται από υπερτριγλυκεριδαιμία (γ) εμφανίζεται σπάνια, εκτός εάν τα επίπεδα τριγλυκεριδίων υπερβαίνουν τα 1000 mg/dl. Η υπερτριγλυκεριδαιμία άνω των 1.000 mg/dl μπορεί να προκαλέσει οξεία παγκρεατίτιδα και η επιμονή της μπορεί να επιδεινώσει την κλινική έκβαση. Αντίθετα, μια ταχεία μείωση του επιπέδου των τριγλυκεριδίων είναι ευεργετική. Η λιποπρωτεϊνική λιπάση που διεγείρεται από την ινσουλίνη είναι γνωστό ότι μειώνει στον ορό τα επίπεδά τους.

Βιβλιογραφία:

  1. Benni, Jyoti M. and Patil, Paragouda A.. “Non-diabetic clinical applications of insulin” Journal of Basic and Clinical Physiology and Pharmacology, vol. 27, no. 5, 2016, pp. 445-456. https://doi.org/10.1515/jbcpp-2015-0101.
  2. https://www.orpha.net/data/patho/GR/-Cushing-GrgrAbs8667.pdf.
  3. Murthy KR, Hase NK. Scorpion envenoming and the role of insulin. Toxicon. 1994 Sep;32(9):1041-4. doi: 10.1016/0041-0101(94)90387-5. PMID: 7801339.
  4. Hollander-Rodriguez JC, Calvert JF Jr. Hyperkalemia. Am Fam Physician. 2006 Jan 15;73(2):283-90. PMID: 16445274.
  5. Coskun A, Erkan N, Yakan S, et al. Treatment of hypertriglyceridemia-induced acute pancreatitis with insulin. Prz Gastroenterol. 2015;10(1):18-22.  doi:10.5114/pg.2014.45412.

Screenshot 3

Μετάβαση στο περιεχόμενο